- σελαγισμός
- ο, Ν1. το σελάγισμα2. (ορυκτ.) αστραφτερή ανταύγεια που παρατηρείται σε ορισμένα φυτά, όπως είναι ο ηλιόλιθος, ο αβεντουρίνης και ο διαλλαγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σελαγίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος αποτελεί απόδοση τού γερμ. Schiller].
Dictionary of Greek. 2013.